βάρκα

βάρκα
Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 12 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασπροποτάμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 66 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 72 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υπάτης.
* * *
η (Μ βάρκα)
κάθε μικρό σκάφος με ή χωρίς κατάστρωμα που μπορεί να κινείται με κουπιά, ιστία ή μηχανή
νεοελλ.
1. ποσότητα όση χωράει σε μία βάρκα
2. παιδικό ομαδικό παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bārca < *bārica < λατ. bāris < ελλ. βάρις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βάρκα — Βάρκᾱ , Βάρκα fem nom/voc/acc dual Βάρκα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάρκᾳ — Βάρκαι , Βάρκα fem nom/voc pl Βάρκᾱͅ , Βάρκα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάρκα ή Μπάρκα — Αρχαία πόλη της Κυρηναϊκής (σημ. Λιβύη), που ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Στη θέση της υπάρχει σήμερα το χωριό Μερχ (Merj), χτισμένο στο οροπέδιο Βάρκα, στα δυτικά του κόλπου της Μεγάλης Σύρτης. Στο οροπέδιο ζουν Βεδουίνοι, που ασχολούνται… …   Dictionary of Greek

  • βάρκα — η μικρό πλεούμενο που κινείται με κουπιά ή μηχανή, η λέμβος: Στο μικρό λιμανάκι ήταν αραγμένες πολλές ψαράδικες βάρκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέμβος ή βάρκα — Γενική ονομασία σκαφών μικρών διαστάσεων. Οι λ. κατασκευάζονται κυρίως από ξύλο, σπανιότερα από μέταλλο και, τέλος, από πλαστική ύλη. Η ύπαρξη καταστρώματος δεν είναι απαραίτητη, ενώ για την πρόωσή τους χρησιμοποιούνται κουπιά, πανιά ή κινητήρας …   Dictionary of Greek

  • Βάρκας — Βάρκᾱς , Βάρκα fem acc pl Βάρκᾱς , Βάρκα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαρκέων — Βάρκα fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάρκαν — Βάρκα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάρκης — Βάρκα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάρκῃ — Βάρκα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”